- δεκτικῇ
- δεκτικόςfit for receivingfem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δεκτική — δεκτικός fit for receiving fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκτικῆι — δεκτικῇ , δεκτικός fit for receiving fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Nature (philosophy) — Nature is a concept with two major sets of inter related meanings, referring on the one hand to the things which are natural, or subject to the normal working of laws of nature , or on the other hand to the essential properties and causes of… … Wikipedia
βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… … Dictionary of Greek
διάλεκτος — Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει είτε ένα τοπικό γλωσσικό ιδίωμα σε αντιδιαστολή προς μία εθνική γλώσσα είτε μία ομάδα τοπικών ιδιωμάτων, τα οποία, πέρα από παραλλαγές, σημαντικές σε ορισμένες περιπτώσεις, περιέχουν κοινά φωνητικά,… … Dictionary of Greek
διαλεκτός — Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει είτε ένα τοπικό γλωσσικό ιδίωμα σε αντιδιαστολή προς μία εθνική γλώσσα είτε μία ομάδα τοπικών ιδιωμάτων, τα οποία, πέρα από παραλλαγές, σημαντικές σε ορισμένες περιπτώσεις, περιέχουν κοινά φωνητικά,… … Dictionary of Greek
εκλεκτικισμός — Θεωρία που απορρίπτει τη μονομέρεια των διαφόρων φιλοσοφιών, οι οποίες παρουσιάστηκαν διαδοχικά στην ιστορία. Ο ε. υποστηρίζει ότι θεμελιώνει μια προοπτική, η οποία κατορθώνει να ενοποιήσει τις διάφορες απόψεις αντλώντας ό,τι θετικό και λιγότερο… … Dictionary of Greek
ενοχή — Νομική σχέση σύμφωνα με την οποία ένα πρόσωπο (οφειλέτης) είναι υποχρεωμένο να προβεί σε μια ορισμένη παροχή προς ένα άλλο (πιστωτή). Σε αντίθεση με τα εμπράγματα δικαιώματα, που εκφράζουν τη νομική θέση του προσώπου απέναντι σε ένα πράγμα και… … Dictionary of Greek
υφή — η / ὑφή, ΝΑ νεοελλ. 1. ο τρόπος ύφανσης ενός υφάσματος («πυκνή υφή») 2. η εσωτερική διάταξη τών μορίων ενός σώματος, φυσική σύνθεση («η υφή τού ξύλου») 3. μτφ. η διάρθρωση και σύνδεση τών μερών λογοτεχνικού έργου 4. (μυκητ.) μικροσκοπικό,… … Dictionary of Greek
ερμηνευτική — Κλάδος της φιλολογικής επιστήμης που ασχολείται με την ανάλυση και την κατανόηση των λογοτεχνικών κειμένων. Στηρίζεται στο θεμελιώδες επιστημολογικό αίτημα ότι η κατανόηση των επιμέρους στοιχείων που συγκροτούν ένα κείμενο προϋποθέτει τη… … Dictionary of Greek